- κόμπλεξ
- complexe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κόμπλεξ — και κομπλέξ, το (ψυχολ.) σύμπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. complex < λατ. ουσ. complexus «εναγκαλισμός» < complexus, μτχ. τού ρ. complector «περιβάλλω, εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω»] … Dictionary of Greek
κόμπλεξ — το (λ. αγγλ.), άκλ., σύμπλεγμα, συναίσθημα κατωτερότητας (δειλίας, φόβου, διστακτικότητας κτλ.) στην κοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπλάρω — 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω») 2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν.… … Dictionary of Greek
κομπλεξικός — ή, ό αυτός που κατέχεται από κόμπλεξ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύμπλεγμα — το 1. ό,τι προήλθε από πλοκή, από σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων: Τα συμπλέγματα ντζ και ντσ πρέπει να τα ξεχωρίζουμε στην προφορά από τα απλά τζ και τσ. 2. παράσταση γλυπτή ή γραφική προσώπων, ζώων κτλ., που εικονίζονται πολύ κοντά το ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)